Ο ήχος της ησυχίας - silent retreats
Από τότε που ξεκίνησα να εξασκούμαι στο διαλογισμό ονειρευόμουν τη στιγμή που θα μπορούσα να μείνω για μια παρατεταμένη περίοδο σε απομόνωση, σε ησυχία. Γνώρισα τα silent retreats – περίοδοι εντατικής εξάσκησης διαλογισμού που γίνονται σε πλήρη ησυχία (noble silence) – πριν πολλά χρόνια, μέσα από την πρακτική vipassana και το mindfulness που τώρα πια διδάσκω. Τίποτα όμως δεν μπορούσε να με προετοιμάσει για το βάθος και το μεγαλείο αυτής της εμπειρίας όταν τελικά το έζησα. Πλέον είναι μέρος της ζωής μου, απαραίτητο κομμάτι της δουλειάς μου και ένα δώρο που κάνω στον εαυτό μου κάθε χρόνο, παρόλη τη δυσκολία που έχει το να αφήνω για λίγο την οικογένειά μου.
Αρχικά λοιπόν, τα silent retreats συνήθως διαρκούν από 7 έως 10 ημέρες ενώ υπάρχει και η δυνατότητα για retreats μεγαλύτερης διάρκειας. Συχνά γίνονται σε μέρη κοντά στη φύση όπου υπάρχει ησυχία και έτσι υποστηρίζεται η πρακτική (σε μοναστήρια, ησυχαστήρια ή απλούς ξενώνες). Ανάλογα με τη δομή του retreat, οι συμμετέχοντες μπορεί να είναι έμπειροι στο διαλογισμό ή και τελείως αρχάριοι, νέοι ή μεγαλύτεροι σε ηλικία. Δεν υπάρχει κανόνας, η πρακτική είναι για όλους και το πνευματικό ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ.
Σε αυτά τα retreats δεν επιτρέπεται η ομιλία αλλά και οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα που μπορεί να απομακρύνει το νού από το παρόν. Έτσι δεν επιτρέπεται να διαβάζει κανείς βιβλία, να γράφει ή να ζωγραφίζει, να ακούει μουσική, να κάνει γυμναστική, να χρησιμοποιεί οποιουδήποτε είδους οθόνη. Απαγορεύεται το αλκοόλ και ειδικά σε vipassana retreats, το φαγητό μετά τις 12 το μεσημέρι. Μια άλλη μορφή επικοινωνίας που δεν επιτρέπεται είναι η επαφή με τα μάτια – εφαρμόζουμε αυτό που αναφέρεται ως “custody of the eyes”, δηλαδή κρατούμε το βλέμμα μας κοντά στον εαυτό μας, περιορίζοντας έτσι τις εικόνες που προσλαμβάνουμε και την επικοινωνία με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες, ακόμη και την ώρα του φαγητού που γίνεται στην τραπεζαρία, ή όταν διασταυρωνόμαστε στους διαδρόμους.
Όλα αυτά μπορεί να φαντάζουν βασανιστικά για τους περισσότερους από εμάς, που είμαστε συνηθισμένοι να έχουμε συνεχή επαφή με κόσμο ή να απασχολούμε το νού μας με χίλιες δυό δραστηριότητες μέσα στην ημέρα. Ξαφνικά βρισκόμαστε ολομόναχοι, με μοναδική παρέα τον εαυτό μας, τις σκέψεις μας και το σώμα μας, χωρίς δυνατότητα να ξεφύγουμε από το παρόν, αποφεύγοντας τις δυσκολίες που βιώνουμε με διάφορους γνώριμους περισπασμούς (τηλεόραση, ποτό, social media κλπ). Εξασκούμαστε σε αυτό που η Pema Chödrön, μια σπουδαία αμερικανίδα βουδίστρια δασκάλα αναφέρει ως “the wisdom of no escape” - ερχόμαστε κοντά δηλαδή στο να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, χωρίς καμία διαφυγή από την πραγματικότητα, καλλιεργώντας καλοσύνη, αποδοχή, ανοιχτότητα και ευαλωτότητα για την ανθρώπινη εμπειρία μας, με τα άσχημα, τα δύσκολα αλλά και τα υπέροχα, τα ένδοξα.
Στην ησυχία δημιουργούμε χώρο ώστε να συναντήσουμε αυτό που υπάρχει ήδη μέσα μας. Μένουμε με τον εαυτό μας ώστε να γνωρίσουμε βαθειά το πώς είμαστε και να παρατηρήσουμε την κάθε στιγμή για αυτό που είναι. Κάθε σκέψη, όσο μικρή, αστεία, δυσάρεστη, παρανοϊκή και αν είναι, γίνεται φανερή και διαυγής σαν το καθαρό νερό.
Θυμάμαι στιγμές να με απασχολεί βαθειά το σχέδιο της μοκέτας στη σάλα διαλογισμού, να μου γίνεται εμμονή ο ήχος που ακούγεται από μακρυά και δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι, να κάνω εικονικούς θυμωμένους διαλόγους με το συνασκητή μου που είναι κρυωμένος και φυσά τη μύτη του κάθε δύο λεπτά αποσπώντας με από την πρακτική μου, ή να αναβιώνω την τελευταία ζουμερή σαλάτα που έφαγα πριν την έναρξη του retreat με τεράστια λεπτομέρεια. Κάθε συναίσθημα βιώνεται στο έπακρο, κάθε αίσθηση στο σώμα γίνεται αντιληπτή σε βάθος διότι η σιωπή δεν αφήνει χώρο για ψευδαισθήσεις,φέρνει άμεση οικειότητα με το παρόν.
Εξάλλου δεν είναι λίγοι οι στοχαστές και καλλιτέχνες που έχουν δοξάσει τη δημιουργική δύναμη της ησυχίας. Ο Louis Armstrong δήλωνε ότι οι σημαντικές νότες ήταν εκείνες που δεν είχε παίξει. Ο αμερικανός μουσικοσυνθέτης John Cage έγραψε τη διάσημη συμφωνία του για ορχήστρα 4’ 33’’ χωρίς καθόλου νότες και ο ζωγράφος Joan Miró συχνά έμενε κοιτάζοντας για ώρες ένα λευκό τοίχο ώστε να “καθαρίσει την παλέτα του” και να επιτρέψει σε νέα χρώματα να αναδυθούν. Φρέσκα και ιδωμένα σαν καινούρια.
Έτσι ακριβώς λειτουργεί και η διαδικασία στα silent retreats για μένα, σαν μια ευκαιρία να ησυχάσει ο νους ώστε να μπορέσω να δω καθαρά, να νιώσω πραγματικά, να συνδεθώ με τη ζωντάνια της κάθε στιγμής όπως ακριβώς είναι. Και μετά όλα αποκτούν άλλο νόημα. Οι αισθήσεις οξύνονται, το σώμα αισθάνεται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια κάθε εμπειρία, η καρδιά ανοίγει για να δεχτεί την πολύτιμη μοναδικότητα της ζωής και η πρακτική απογειώνεται. Η επαφή με τη φύση παίρνει ιδιαίτερη χροιά και οι καθημερινές δραστηριότητες γίνονται σπουδαίες, μεγαλειώδεις. Τίποτα δεν μπορεί να περιγράψει τη συγκίνηση που έχω νιώσει βλέποντας μια μικρή σταγόνα βροχής να κυλάει πάνω σε ένα φύλλο, τον ήλιο να ανεβαίνει μετά την πρωινή πρακτική, ή την αίσθηση του δέους κάνοντας διαλογισμό δίπλα σε ένα μεγάλο δέντρο, την υπέρτατη απόλαυση ενός απλού περιπάτου ξυπόλητη στο γρασίδι, τη γεύση της πρώτης γουλιάς τσαγιού μετά από ώρες πρακτικής ή την ευγνωμοσύνη που έχω τρεχούμενο νερό και ένα ζεστό κρεβάτι στη διάθεσή μου. Όσο προχωρούν οι μέρες, οι μικρές στιγμές γίνονται όλο και πιο μεγάλες. Η ζεστασιά του ήλιου, η δροσιά του πρωινού αέρα, τα χρώματα, οι μυρωδιές, οι ήχοι της φύσης ή της απλής καθημερινότητας. Το σώμα που κινείται, που νιώθει, που αναπνέει. Η αίσθηση του σώματός μου στην ολότητά του, συχνά χάνοντας το περίγραμμά του καθώς γίνεται ένα με το όλο. Η αίσθηση της σύνδεσης, συντροφικότητας, αγάπης προς τους υπόλοιπους συνασκητές, έστω και αν το μόνο που έχω δεί από τον καθένα είναι η όρθια πλάτη τους για ώρες επί ωρών και το μόνο που γνωρίζω για αυτούς είναι ο ήχος της αναπνοής τους.
Βέβαια δεν λείπουν και οι στιγμές ανείπωτης δυσκολίας. Το ασκητικό πρόγραμμα που συνήθως ξεκινά νωρίς το πρωί είναι πολύ απαιτητικό. Ανάλογα με το κέντρο διαλογισμού και το θέμα τουretreat η πρώτη πρακτική μπορεί να είναι τα ξημερώματα και η τελευταία να διαρκεί ως τις 11 το βράδυ με παύσεις για ξεκούραση, αλλά η συνολική πρακτική διαρκεί από 9 έως 15 ώρες κάθε μέρα. Το σώμα δεν είναι συνηθισμένο να μένει ακίνητο για τόσες ώρες (η πρακτική συνήθως εναλλάσσεται μεταξύ καθίσματος και περπατήματος ανά μία ώρα) και έτσι αναπόφευκτα, ειδικά τις πρώτες μέρες, το σώμα πονάει και οι σκέψεις ή τα συναισθήματα μπορεί να γίνουν βασανιστικά. Είμαστε συνηθισμένοι να αποφεύγουμε τον πόνο, να τον μουδιάζουμε με χίλιους δύο τρόπους, να σπεύδουμε στην ανακούφισή του. Έτσι όταν καλούμαστε να μείνουμε ακίνητοι, παρόντες, παρατηρώντας σωματικές αισθήσεις, σκέψεις ή συναισθήματα για τόση ώρα, συχνά γίνεται ανυπόφορο. Πολύ σύνηθες είναι να μουδιάζουν τα πόδια ή να πονά η μέση, τα γόνατα ή τα ισχία ή να νιώθουμε μεγάλη αντίσταση στην πρακτική, να δυσκολευόμαστε να μείνουμε πιστοί στην πρόθεσή μας ή να αποκοιμιόμαστε. Θυμάμαι φορές να υποφέρω τόσο πολύ ώστε να σκέφτομαι χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους που θα επιβραύευα τον εαυτό μου όταν θα έφευγα από το retreat ή που θα γκρίνιαζα στο δάσκαλο αν είχα την ευκαιρία να του μιλήσω.
Όσο όμως μένουμε στην πρακτική, αρχίζουν να αναδύονται και οι καρποί της. Μαθαίνουμε να γνωρίζουμε τον πόνο, να παρατηρούμε τον τρόπο που λειτουργεί ο νους μας όταν δυσκολευόμαστε, τις συνηθισμένες μας αντιδράσεις, τις γνώριμες φωνές μας.
Ταυτόχρονα αντιλαμβανόμαστε και την παροδική φύση κάθε εμπειρίας μας – η φαγούρα στη μύτη που στην αρχή φαντάζει ανυπόφορη μετά από λίγο αν την παρατηρήσουμε μπορεί να εξαφανιστεί, ο θυμός για ένα πρόσφατο γεγονός που θυμηθήκαμε κατά τη διάρκεια της πρακτικής μπορεί να δώσει τη θέση του σε ευγνωμοσύνη, ένας ειρμός σκέψεων ορμητικός σαν ποτάμι, μπορεί μετά να καταλαγιάσει πριν ξαναθεριέψει. Έτσι καλλιεργούμε μεγαλύτερη αποδοχή και κατανόηση για κάθε κομμάτι μας. Μαθαίνουμε να έχουμε μεγαλύτερη αυτοκυριαρχία και ανθεκτικότητα ώστε όταν η ζωή μας φέρει δυσκολίες φεύγοντας από το retreat, να είμαστε εκπαιδευμένοι στο να τις αντιμετωπίζουμε με μεγαλύτερη χάρη. Μια δασκάλα μου λέει ότι στα retreats “μεγαλώνουμε τη χωρητικότητά μας”, μαθαίνουμε να κάνουμε χώρο για όλα. Διότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τι θα προκύψει, μπορούμε μόνο να αλλάξουμε τον τρόπο που σχετιζόμαστε με τις δυσκολίες που θα συναντήσουμε.
Το τέλος των retreats είναι συχνά για μένα γλυκόπικρο, με τη λαχτάρα της επιστροφής στους αγαπημένους μου ανθρώπους μετά από τόσες μέρες, ζυμωμένη μετην απότομη ενσωμάτωση στην πραγματικότητα που θα κλέψει λίγο από την τόσο άμεση επαφή με τον εαυτό. Από τις σημαντικότερες στιγμές για μένα είναι η στιγμή που σπάει η σιωπή, κάτι που γίνεται με συγκεκριμένες οδηγίες από τους δασκάλους και μπορεί να διαφέρει από retreat σε retreat αλλά πάντα γίνεται με προσοχή και σεβασμό. Είναι τόσο εύθραυστη αυτή η στιγμή, ο ήχος της πρώτης λέξης που θα επιλέξω να ειπωθεί, η μεταμόρφωση όλων αυτών που νιώθω και σκέφτομαι σε δονήσεις, νιώθοντάς τις να ταξιδεύουν στο χώρο και να συναντούν τους συνασκητές μου. Και θέλει φροντίδα η επαναφορά στην “πραγματική ζωή”. Πολλές φορές έχω βιώσει άβολα βγαίνοντας πάλι στον έξω κόσμο μετά από retreats –η τεράστια αντίθεση της παρατεταμένης σιωπής με τα πολυσύχναστα, πολύβουα αεροδρόμια, όπου όλα κινούνται τόσο γρήγορα, η φασαρία, τα χρώματα, οι οθόνες, η αίσθηση της αστάθειας μέσα στα μεταφορικά μέσα μετά τη σταθερότητα της ακινησίας και τη σιγουριά της σιωπής.
Όμως για καιρό μένει μαζί μου η γαλήνη, η γλυκύτητα της σύνδεσης με τον εαυτό, η καθαρότητα του νου που δουλεύει με διαύγεια και αποτελεσματικότητα σαν κοφτερό μαχαίρι, η δημιουργικότητα που ξεχυλίζει και αγγίζει πολλές πτυχές της ζωής μου, από τον τρόπο που γράφω μέχρι τα παιχνίδια που κάνω με το γιό μου, η αναθέρμανση της αγάπης μου για την πρακτική, η ευγνωμοσύνη για κάθε μια μικρή αναπνοή.
* Μέρος του κειμένου δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουλίου 2018 του Love Yourself Magazine που κυκλοφορεί με την εφημερίδα Η Καθημερινή της Κυριακής.