Adolescence: Εφηβεία, social media, οικογένεια και η ανθρώπινη ανάγκη για σύνδεση

Όταν ο κόσμος των εφήβων γίνεται σιωπηλή κραυγή: σκέψεις για τα social media, την οικογένεια και τη βαθιά ανθρώπινη ανάγκη για σύνδεση

Από τη Μυρτώ Λεγάκη

Όπως τόσοι γονείς που παρακολούθησαν τη σειρά Adolescence, έτσι κι εγώ πάγωσα μέσα στα πρώτα κιόλας λεπτά. Ένα αίσθημα σιωπηλού πανικού με κατέκλυσε. Ο 15χρονος γιος μου καθόταν δίπλα μου, βλέπαμε τη σειρά μαζί. Και μόνο στη σκέψη ότι ο δικός μου Δημήτρης θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση του Jamie, ένιωθα το σώμα μου να παραλύει. Ένα ζοφερό σενάριο, ένας καθρέφτης ή μια πραγματικότητα που ξετυλιγόταν μπροστά μας, σε πραγματικό χρόνο – όπως ακριβώς λειτουργούν τα μονοπλάνα;

Σκεφτόμουν συνεχώς τι κάνω. Πώς τοποθετούμαι στον γονεϊκό μου ρόλο. Αν έχω κάνει –ή αν πρόκειται να κάνω– τα ίδια λάθη που είδα να ξεδιπλώνονται μπροστά μου με τρόπο τόσο αληθινό. Τι έχω παραμελήσει. Τι έχω αμελήσει. Ποιες φωνές δεν άκουσα όταν έπρεπε. Ποιες ανάγκες του παιδιού μου δεν ενσωμάτωσα στον δικό μου τρόπο ζωής, στη δική μου λαχτάρα να τον προστατεύσω, να του διδάξω, να του εξασφαλίσω. Πού φόρεσα παρωπίδες, πού δεν έκανα καλά τη δουλειά μου. Πού τον απογοήτευσα.

Υπάρχει κάτι ιερό στην εφηβεία, κάτι εύθραυστο και απροσδιόριστα δυνατό, κάτι που φλέγεται σιωπηλά, ακριβώς κάτω από την επιφάνεια της καθημερινότητας. Είναι μια περίοδος μετάβασης, μια εποχή όπου το παιδικό δέρμα αρχίζει να σκληραίνει, ενώ η ψυχή ακόμα ψάχνει το βλέμμα που θα την καταλάβει, μια εποχή που θα έπρεπε να είναι γεμάτη εξερεύνηση, εμπιστοσύνη, αποδοχή, και όμως τώρα παρεμβάλλεται κάτι σκοτεινά φωτεινό: η οθόνη.

Δεν αποτελεί πλέον ένα απλό εργαλείο ή μια μορφή ψυχαγωγίας, ούτε καν μέσο επικοινωνίας. Έχει μετατραπεί σε καθρέφτη και λαβύρινθο, σε νανούρισμα και παγίδα, σε προέκταση της ύπαρξης αλλά και φυλακή της. Οι νέοι δεν χρησιμοποιούν απλώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης· κατοικούν μέσα τους. Οικοδομούν τις ταυτότητές τους μέσα από ψηφιακά σύμβολα, με stories που σβήνουν πριν καλά καλά ειπωθούν, και hashtags που διεκδικούν διάρκεια εκεί όπου τίποτα δεν αντέχει πολύ. Κι αν η εφηβεία υπήρξε ανέκαθεν ένα εύθραυστο πεδίο αναζήτησης, σήμερα μοιάζει με διαδρομή μέσα σε φωτιά, όπου η εσωτερική φωνή καταπνίγεται από τον διαρκή βόμβο του εξωτερικού βλέμματος.

Η νευροεπιστήμη επιβεβαιώνει αυτό που πολλοί διαισθητικά νιώθουμε: ο εφηβικός εγκέφαλος είναι ακόμη σε εξέλιξη. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με βάση το συναίσθημα, η παρόρμηση κυριαρχεί, και η επίγνωση των συνεπειών καθυστερεί να έρθει. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όταν προστίθενται τα πρότυπα αψεγάδιαστων σωμάτων, οι εικόνες συνεχούς επιτυχίας και η εμμονή με τη δημόσια εικόνα (personal branding για 12χρονα!), η εσωτερική πίεση μπορεί να γίνει ασήκωτη.

Οι στατιστικές, αν και ψυχρές, είναι αποκαλυπτικές. Οι περισσότεροι έφηβοι περνούν πάνω από πέντε ώρες την ημέρα στα social media, χρόνος που δεν καταναλώνεται απλώς αλλά στην ουσία χαραμίζεται, διαμορφώνοντας εγκεφαλικά κυκλώματα, ταυτότητες, αξίες και αισθήσεις αυτοεκτίμησης. Η συνεχής σύγκριση με εξιδανικευμένες εικόνες δημιουργεί έναν αόρατο ζυγό που βαραίνει τον ψυχισμό τους, καθώς καλούνται να υπάρξουν μέσα σε ένα τοπίο όπου η κάθε τους ανάρτηση γίνεται αντικείμενο αξιολόγησης, σε έναν κόσμο που συνεχώς κρίνει αλλά σπάνια νοιάζεται.

Η αύξηση της βίας ανάμεσα εφήβους τα τελευταία χρόνια δεν είναι απλώς στατιστική, αλλά κραυγή και αδιέξοδο. Είναι η απόδειξη πως κάπου, κάτι, δεν ακούστηκε εγκαίρως. Και η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στην τεχνολογία αλλά και στον τρόπο που ξε-μάθαμε να ακούμε. Που απομακρυνθήκαμε, που γεμίσαμε τα σπίτια μας με συσκευές και αδειάσαμε τα τραπέζια μας από βλέμματα, συζητήσεις και μοίρασμα.

Κι ενώ αυτό συμβαίνει, η γλώσσα αλλάζει. Οι έφηβοι δεν εκφράζονται πια με διαλόγους, αλλά με εικόνες, αποσπάσματα, σύντομες ηχητικές εκρήξεις. Η επαφή χάνει τη συνεκτικότητά της, και η ανάγκη για έλεγχο του τρόπου που τους βλέπουν οι άλλοι γίνεται σχεδόν βασανιστική. Σαν να παγιδεύονται σε μια ατέρμονη οντισιόν για έναν ρόλο που δεν έχουν επιλέξει, χωρίς να ξέρουν αν η αποδοχή που αναζητούν θα φέρει λύτρωση ή απλώς περισσότερη σύγχυση.

Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, οι γονείς αγωνίζονται να καταλάβουν. Η επιθυμία να πλησιάσουν υπάρχει· η αγάπη δεν λείπει. Αλλά ο τρόπος έχει γίνει αβέβαιος. Η γλώσσα που γνώριζαν μοιάζει άχρηστη. Οι λέξεις δεν φτάνουν, οι χειρονομίες γίνονται παρεξηγήσιμες. Και συχνά μένουν απ’ έξω, με την πόρτα κλειστή, κρατώντας μέσα τους μια φράση που δεν ξέρουν πια πώς να αρθρώσουν.

Το να είσαι γονιός σήμερα δεν είναι απλώς απαιτητικό· είναι μια πράξη συνεχούς εσωτερικής επανεκπαίδευσης. Δεν υπάρχουν οδηγίες, και όσες κυκλοφορούν δεν επαρκούν. Το μόνο που παραμένει σταθερό είναι η ανάγκη για σύνδεση, η ελπίδα πως μπορούμε ακόμη να σταθούμε δίπλα τους και να πούμε, όχι απαραίτητα με λόγια: "σε βλέπω, είμαι εδώ για σένα και δεν χρειάζεται να γίνεις κάτι άλλο για να σε αγαπάω".

Το πρόγραμμα Mindful Kids είναι για εσάς που θέλετε να βοηθήσετε τα παιδιά σας να:

Μειώσουν το άγχος στην καθημερινότητά τους

Ρυθμίζουν τις αντιδράσεις και τα συναισθήματά τους

✔ Συγκεντρώνονται καλύτερα σε ό,τι κάνουν



 
Next
Next

Τι είναι και τι δεν είναι mindfulness